συανία

συανία
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συηνία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συηνία — και δωρ. τ. συανία, ἡ, Α βλ. ὑηνία …   Dictionary of Greek

  • υηνία — ἡ, ΜΑ, και ὑηνεία Μ, και δωρ. τ. ὑανία και συανία και συηνία, Α κτηνώδης συμπεριφορά που οφείλεται στην έλλειψη μόρφωσης και γενικότερης καλλιέργειας 2. αποκτήνωση λόγω μέθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕηνος. Οι τ. με αρκτικό σ αναλογικά προς τον τ. σῦς*… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”